- ευμενώ
- εὐμενῶ, -έω (Α) [ευμενής]1. είμαι ευμενής, ευνοϊκός («εὐμενέοι τιτὰν Φαέθων», Οππ.)2. φέρομαι με ευμένεια, με καλοσύνη σε κάποιον («εὐμενέοντες ἀνεψιόν», Πίνδ.)3. παθ. εὐμενοῡμαιπάπ. παρέχω ευμένεια, έχω ευνοϊκή διάθεση, συμπεριφέρομαι ευμενώς.
Dictionary of Greek. 2013.